Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος" (1974-1994)


Στα είκοσι χρόνια λειτουργίας της Μικρής Πινακοθήκης "Διαγώνιος", έγιναν 400 εκθέσεις και παρουσιάσθηκαν 300 καλλιτέχνες με 10.000 έργα. Η δική μου παρουσία, δύο ατομικές εκθέσεις (1985 & 1987)και συμμετοχή σε 66 ομαδικές. Ευγνωμονώ τον αείμνηστο Πάνο Παπανάκο, που μου έδειξε τον δρόμο αυτό, και φυσικά ευχαριστώ τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, που με δέχθηκε στη "Διαγώνιο" και με τιμά ακόμη με τη φιλία του.

Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος" (1974-1994)


Με τον πίνακα αυτόν συμμετείχα για πρώτη φορά σε έκθεση ζωγραφικής (Ομαδική έκθεση στη Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος", 1977).

Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος" (1974-1994)


Οι στενοί συνεργάτες-καλλιτέχνες της "Διαγωνίου" φωτογραφίζονται τη μέρα που έκλεινε η πινακοθήκη.

Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος" (1974-1994)


Παίρνοντας συνέντευξη από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο όταν έκλεινε η "Διαγώνιος".

Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος" (1974-1994)


Στη φωτογραφία, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τους ζωγράφους Πάνο Παπανάκο και Στέλιο Μαυρομάτη κατά το ξεκίνημα της πινακοθήκης.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Το σπίτι (από το βιβλίο μου δεκαπέντε μικρών πεζών "Ο Λάκκος")

Προσπάθησα να αναρτήσω ένα σχόλιο περί Λαδάδικων, αλλά προφανώς λόγω μεγέθους ο server δεν το δέχθηκε. Θα ξαναπροσπαθήσω μαζεύοντάς το λίγο. Μέχρι τη νέα ανάρτηση, σας βάζω στο πνεύμα περί "σπιτιών" της εποχής με το πιο κάτω διήγημα:

Το σπίτι

Ο λάκκος είχε τρεις γέφυρες. Δυο θολωτές, μια στην οδό Νοσοκομείων, που ήταν η μεγαλύτερη, και μια στη λεωφόρο Στρατού. Η τρίτη, κιβωτιόσχημη ήταν στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Μεταξύ των δύο θολωτών, κάπου στο ύψος της οδού Ιωαννίνων, υπήρχε και μια τέταρτη, πέτρινη θολωτή, που δεν ήταν όμως σε χρήση, επειδή έφθανε μέχρι τη μέση της κοίτης του λάκκου. Προφανώς τα νερά που κατέβαζε ο λάκκος είχαν βρει πιο πρόσφορο για διάβρωση το έδαφος πλάι στη γέφυρα και την παρέκαμψαν. Μόλις κόπαζαν τα καλοκαιρινά μπουρίνια και λιγόστευε το νερό που κατέβαζε ο λάκκος, όλη η τσακαλοπαρέα της γειτονιάς αμολιόμασταν στο λάκκο και, ξεκινώντας από τη γέφυρα της οδού Νοσοκομείων, φτάναμε, περπατώντας κάτω από τις γέφυρες, μέχρι τη θάλασσα. Αρχικός μας σκοπός να ανιχνεύσουμε τι είχε κατεβάσει στο διάβα του το νερό της βροχής και να μαζέψουμε όσα από αυτά θα μας χρειάζονταν στα παιχνίδια μας. Δεύτερος λόγος της διαδρομής, να το ρίξουμε στο ψάρεμα σαν φθάναμε στη θάλασσα, επειδή τα ψάρια τσιμπούσαν μετά τη βροχή, ιδιαίτερα τα κεφαλόπουλα. Οι νάυλον πετονιές δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη. Μοναδικό μας εργαλείο αυτές που ετοιμάζαμε δένοντας κόμπους τις τρίχες από την ουρά του αλόγου του κυρ-Κώστα, του καρβουνιάρη, που πρόθυμα μας έδινε. Για αγκίστρι λυγισμένες καρφίτσες ή μυτερά σύρματα και δόλωμα ψωμοτύρι. Σπάνια είχαμε τη χαρά να πιάσουμε τα έξυπνα κεφαλόπουλα. Αρκούμασταν στις αθερίνες, που πολλές φορές τις γραπώναμε με τα χέρια καθώς ορμούσαν σωρηδόν πάνω στο ψωμοτύρι. Αργά το μεσημέρι, μπαϊλντισμένοι από τον ήλιο και την πείνα, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής, μέσα από την αλάνα της παλιάς ΄Εκθεσης, κάνοντας μακρόσυρτες στάσεις κάτω από τα λιγοστά δέντρα για ανάσα, αναμετρώντας τη λεία τόσο από το λάκκο όσο και από τη θάλασσα.

Η μεγαλύτερη στάση ήταν έξω από τον περίβολο μιας διώροφης μονοκατοικίας απέναντι από την ηλεκτρική εταιρεία, εκεί που σήμερα αρχίζει η νέα παραλιακή λεωφόρος. Σ΄αυτήν στεγάζονταν ένα από τα πιο ακριβά «σπίτια» της πόλης και προσπαθούσαμε να φαντασθούμε τι μπορούσε να συμβαίνει πίσω από τα μόνιμα κλειστά του παραθυρόφυλλα. Σ΄αυτό φρόντιζαν να μας βοηθούν οι μεγαλύτεροι κάνοντάς μας μια πρώτη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Πολλές φορές, στο μπαλκόνι του πάνω ορόφου εμφανίζονταν κοπέλες. Άλλες κάπνιζαν και άλλες χτένιζαν τα ολόξανθα μαλλιά τους, απλώνοντάς τα στους ώμους για να τα δει ο ήλιος, με σηκωμένα τα φουστάνια πάνω από τα γόνατα. Η κίνηση από άνδρες στον μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στο «σπίτι», παρά την περασμένη ώρα, ήταν αρκετή. ΄Αλλοι έμπαιναν άνετα και άλλοι με βήμα ταχύ κοιτάζοντας γύρω μην τους πάρει κανένα γνωστό μάτι μέχρι να δρασκελίσουν την πόρτα του «σπιτιού».
«Οι πιο πολλοί πάνε στη Μυρσίνα», μας έλεγε ο Αρμένος, «είναι γύρω στα είκοσι με κοκκινόξανθα μαλλιά και σώμα σαν χορεύτρια. Να σαν αυτές που χαζεύουμε τα βράδια από τα ντουβάρια στο θέατρο της Τούλας Δράκου».
Η Μυρσίνα μας είχε γίνει πραγματικά φαντασίωση με τις διηγήσεις που και τα βράδια δεν σταματούσε να κάνει ο Αρμένος. ΄Ηταν πιο μεγάλος από μας και είχε πλήρη ενημέρωση ίσως από άλλους φίλους του που είχαν την ηλικία και μπορούσαν να επισκέπτονται το «σπίτι».

΄Ένα βράδυ, μετά από μια ατέλειωτη διήγηση του Αρμένου, πετάχτηκε ο Αυταράς.
«Σταμάτα τα ξέρω καλύτερα. Εγώ πήγα στη Μυρσίνα».
΄Ολοι μας τον κοιτάξαμε με δέος. ΄Ηταν γύρω στα δέκα επτά αλλά μεγαλόδειχνε και άνετα τον περνούσες για είκοσι ένα.
«Πήγες ε;», συνέχισε απτόητος ο Αρμένος., «όμως δεν σας είπα το κυριότερο. Η Μυρσίνα από την πολλή δουλειά κουβαλάει μια αρρώστια και όποιος πάει μαζί της την αρπάζει κι αυτός».
«Τι αρρώστια δηλαδή;», τον κοίταξε ανήσυχος ο Αυταράς.
«Να, το πουλί σου αρχίζει να στάζει, να πρήζεται και όταν κατουράς ουρλιάζεις από τους πόνους».
«Και την κολλάς αμέσως με την πρώτη φορά;», συνέχισε ανήσυχος ο Αυταράς.
«Μπορεί και με την πρώτη, αν αμέσως μετά δεν βάλεις κάποιο φάρμακο για να προλάβει το κακό».
«Δηλαδή;».
«Πότε πήγες εσύ;».
«Χθες μεσημέρι σαν γυρίσαμε από το ψάρεμα εγώ ξανακατηφόρισα και χώθηκα στο “σπίτι”. Τη γνώρισα αμέσως από αυτά που μας είχες πει. ΄Ηταν πολύ όμορφη και καθαρή».
«Αυτή η βρoμιά δεν φαίνεται είναι από μέσα».
«Προλαβαίνω να κάνω κάτι τώρα;».
«Σε τσούζει, σε πονάει;».
Ο Αυταράς έφερε το ένα χέρι ανάμεσα στα σκέλια.
«΄Όχι τίποτα».
«Αυτό είναι καλό».
«Προλαβαίνω;».
«Κάτι μπορεί να γίνει. ΄Εχετε οινόπνευμα στο σπίτι; Πάρε το μπουκάλι, άνοιξε το πουλί σου και χύσε μπόλικο, θα τα διώξει όλα».
Βολίδα ο Αυταράς χώθηκε στο σπίτι του απέναντι και σε λίγο εμφανίστηκε με το μπουκάλι στο χέρι. Κάθισε παράμερα στο ρείθρο του πεζοδρομίου και άρχισε να ψαχουλεύει με το ένα χέρι τα σκέλια του, ενώ με το άλλο κρατούσε ανοιχτό το μπουκάλι με το οινόπνευμα. Μετά χάσαμε τη συνέχεια, γιατί τα ουρλιαχτά του Αυταρά ξεσήκωσαν τον τόπο. Κρατώντας με το ένα χέρι τα σκέλια και με το άλλο ακόμη το μπουκάλι έτρεχε από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, ανεβοκατέβαινε σκαλοπάτια, διπλωνόταν στα δύο μέχρι που πλάκωσαν όλοι οι γείτονες νομίζοντας ότι έγινε κάποιο φονικό, ώρα που ήταν έντεκα το βράδυ, και εξαφανίστηκε μέσα στο λάκκο και τα ουρλιαχτά του χάθηκαν.

Ο Αρμένος έκανε μέρες να φανεί στην παρέα. Ο Αυταράς έρχονταν αλλά μόνιμα με το ένα χέρι ψαχούλευε τα σκέλια του. Καλού κακού δεν πηγαίναμε και πολύ κοντά του για το φόβο των Ιουδαίων. Η καραντίνα κράτησε κανένα μήνα, γιατί, όπως διαπιστώσαμε από τη διάθεση του Αυταρά, που δεν ήταν τύπος υπομονετικός στις αρρώστιες και θα το’δειχνε, η αρρώστια δεν εκδηλώθηκε. Φαίνεται πως ή η Μυρσίνα ήταν εντάξει και η όλη ιστορία του Αρμένου ήταν από ζήλια, ή το ράντισμα με οινόπνευμα του πιο τρυφερού σημείου του Αυταρά έκανε κάποια δουλειά. Πάντως, μετά το γεγονός η Μυρσίνα έπαψε να έχει πρώτο ενδιαφέρον στις βραδινές μας ατέλειωτες συζητήσεις στα σκαλιά των σπιτιών στην οδό Περδίκα δίπλα στο λάκκο.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Λαδάδικα


"Το παλιό διώροφο μπορντέλο φτιασιδωμένο", τέμπερα, 12Χ16 εκ., 2008

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Μνήμη του ζωγράφου Πάνου Παπανάκου (1930-1999)


Ήρθε σπίτι μια μέρα του '76 με την ιδιότητα του γιατρού για να με εξετάσει.
Τελικά το βάρος της "εξέτασης" έπεσε σε μερικές ζωγραφιές μου, που είχα ακουμπισμένες στη βιβλιοθήκη. "Τις έκανα για να περνώ τις ώρες της κλεισούρας λόγω του κρυολογήματος", του είπα. "Να συνεχίσεις, έχεις το αισθητήριο του ζωγράφου. Θα σου πω πού να πας για να σου τις προβάλουν".
Και μου έδειξε τον δρομο για τη Μικρή Πινακοθήκη "Διαγώνιος", του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

"Ορμίσκος υπήνεμος"


Έργο Πάνου Παπανάκου, Τέμπερα, 31.5Χ30 εκ., 1978

"Άγιος Κήρυκος"


Έργο Πάνου Παπανάκου, τέμπερα, 8.5Χ9.5 εκ., 1978

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Τζακαράντες


1993, 18 Νοέμβρη…
Πρετόρια…Η μωβ ουράνια πολιτεία…όταν την αντίκρισα πίσω από τους λόφους για πρώτη φορά, φάνταζε σα σκηνικό παραμυθιού…Οι τζαγκαράντες ολάνθιστες με τα μισά τους μωβ ανθάκια να σχηματίζουν μαβί χαλί στους δρόμους και η ματιά να χάνεται σε ένα βιολετί ορίζοντα που βυθίζεται, αφού η πόλη είναι χτισμένη σε ένα τεράστιο οροπέδιο με υψόμετρο 1.700 μ. Πώς να μην αγαπήσεις λοιπόν μια πόλη που σε υποδέχεται με το μωβ της φόρεμα και κάθε Νοέμβρη σε αφήνει άναυδο με την ομορφιά της; Κι όταν ανακαλύπτεις ότι αυτό το μεγαλειώδες θέαμα έβλεπε και ο Γεώργιος Σεφέρης πριν από 50 χρόνια…από το παράθυρό του;


KERK STR.OOST, PRETORIA, TRANSVAAL

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας
ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.
αδιάφορα όλα τ΄ άλλα, κι αυτό
το Βενουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς
τους πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια
ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο.
Και τρέχαν τ΄ αυτοκίνητα δείχνοντας
γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια.
Στο τέλος του δρόμου μας περίμενε
δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του
ο ασημένιος φασιανός της Κίνας
ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος, όπως τον λένε.

Και να σκεφτείς πως ξεκινήσαμε αποχαιρετώντας
με την καρδιά γεμάτη σκάγια
τον Ονοκρόταλο τον Πελεκάνο – αυτόν
που είχε ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού
στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου.

Γεώργιος Σεφέρης, Πρετόρια Οχτώβρης ΄41
(οι τελευταίοι στίχοι είναι αναφορά για όλη την εξόριστη κυβέρνηση που έδρευε στο Κάιρο)

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Τω Ουρανίω...


...πλάσματι, Θεσσαλονικέως αυτοεξορίστου χάριτι.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Παγκόσμιο Κύπελλο FIFA, Νότιος Αφρική 2010


Θα είμαστε εκεί. Μπράβο στα παιδιά!!!

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Πολυτεχνείο


ΖΕΙ;

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

Αφιερωμένο στον Τόλη...


...για τα αυριανά του γενέθλια.

Ψηλά και όρθιοι όπως τότε, αρχές δεκαετίας '60, στην κορφή του Χολομώντα, σφίγγοντας στις ανηφόρες χέρια και δόντια, για ν'αντικρίσουμε τον ήλιο. Μαζί...

"ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΤΟΛΗ"



Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Εμπορική Τράπεζα


Την διάβαινα επί τριάντα χρόνια (1957-1987)

Εμπορική Τράπεζα


1986, με τον Πρόεδρο Ανδρέα Μπούμη στα εγκαίνια του περιπτέρου της Τράπεζας στη ΔΕΘ.

Ένας από τους καλύτερους Προέδρους της Τράπεζας, που την οργάνωσε και άλλαξε το προς τα έξω πρόσωπό της.

Εμπορική Τράπεζα


1985, με τους συνεργάτες μου στον Τομέα Διοικητικού

Εμπορική Τράπεζα


1984, με τον Δήμαρχο Θεοχάρη Μαναβή στα εγκαίνια του Καταστήματος Ευόσμου,

Από τους καλύτερους Δημάρχους της Θεσσαλονίκης, Ευπατρίδη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τον αποκαλούσαν. Στη μνήμη του, η σύζυγός του Μαρία χρηματοδότησε την ανέγερση Δημοτικού Σχολείου και Νηπιαγωγίου στην Κάτω Τούμπα.

Εμπορική Τράπεζα



(Πίσω: Ντίνος, Γιάννης, Μπάμπης. Μπροστά: Γιώργος, Κώστας, Κωβαίος-Δ/ντής, Σάκης)


Αρχές δεκαετίας '70, στην είσοδο του καταστήματος Δραγούμη, με έτοιμα δέματα για τα σύνορα.

Εμπορική Τράπεζα. Μνήμη Γιώργου Θεοδωρίδη


(Γιώργος, Ντίνος, Κάρμεν στην Τράπεζα, όταν έρχονταν τα ζώα)
Πολύ αγαπητός συνάδελφος και φίλος. Έφυγε το 2007...

Εμπορική Τράπεζα

Ήρθαν τα ζώα

Αρχές δεκαετίας του ΄60, οκτώ παρά δέκα, στο τμήμα εισαγωγών - πιστώσεων εξωτερικού το έλεγαν τότε - της Τράπεζας, αχνίζουν στο γκισέ καφέδες, τσάγια και τυλιγμένα σε χαρτί σάντουιτς, μόνιμη πρωινή μέριμνα του ασπρομάλλη καφετζή κυρ-Γιώργου κατά πάγιες παραγγελιές των υπαλλήλων, που ήδη έχουν αρχίσει να έρχονται στο τμήμα για δουλειά.

Ο Κώστας, πρώτος προϊστάμενος, βυθισμένος σε ανοιγμένους φακέλους σκαλίζει χαρτιά αλλά το μυαλό του ταξιδεύει στη γκόμενα της προηγούμενης βραδιάς που ως συνήθως δεν του κάθισε. Δίπλα ο Γιώργος, δεύτερος προϊστάμενος, με μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου παρά τη συννεφιασμένη μέρα, ένδειξη ότι είναι ξενύχτης και κατά πάγια τακτική σε αυτές τις περιπτώσεις έρχεται στην Τράπεζα κατευθείαν από το μπουζουκσίδικο. Φυσά με το τσιγάρο δαχτυλίδια πάνω από το γκισέ και σιγο-μουρμουρίζει το ρεφρέν από κάποιο λαϊκό άσμα που είναι του συρμού. Να σε λίγο και ο Ντίνος, άμεσος βοηθός του Γιώργου. Κατεβάζει τον καφέ από το γκισέ, ανάβει τσιγάρο και ρουφώντας αρχίζει να σχολιάζει μαζί του χαμηλόφωνα την αλλοπρόσαλλη διαιτησία του χθεσινοβραδινού αγώνα μπάσκετ και το «τι μαλάκας ρε παιδί μου» είναι η επωδός κάθε σχόλιου. Ο Κώστας σηκώνει από τα χαρτιά το κεφάλι, αγριοκοιτάζει προς το μέρος τους και με τον τραυλό τρόπο ομιλίας του σε έντονο ύφος τους κατακεραυνώνει «πααάλι για μεένα μιιιλάτε;». «Όχι ρε Κώστα», γυρνά ο Γιώργος, «πως σου ήρθε;» και εκείνος επιμένοντας «νααά γιατί ααάκουσα μαααλάκας». Δεν τολμά κανείς να γελάσει γιατί όλοι ξέρουν πως αντιδρά βίαια, όπως όταν τράβηξε ένα γερό ντιρέκτ στον Μίμη σε παρόμοια περίπτωση.

Ξαφνικά τα δύο φύλλα της ξύλινης με τετράγωνα τζαμάκια πάνε-έλα πόρτας του ορόφου ανοίγουν με θόρυβο ταυτόχρονα και εισβάλλουν τρεις αναψοκοκκινισμένες και χοντροκομμένες φάτσες με ένα μάτσο χαρτιά στα χέρια αλαλάζοντας «ήρθαν τα ζώα, ήρθαν τα ζώα» και πετώντας τα χαρτιά πάνω από το γκισέ στο γραφείο του Κώστα «βαράτε τα μπορντερά να βγαίνουν οι άδειες». Η πρωινή ηρεμία στο τμήμα χάνεται, όλοι αρχίζουν να βγάζουν τα έντυπα, ξεσκεπάζουν τις νέας τεχνολογίας γραφομηχανές, προσφορά του Σχεδίου Μάρσαλ δείχνει το τυπωμένο στο πλάι τους σχετικό σήμα, περνούν καρμπόν και βάζουν βιαστικά τα έντυπα στους κυλίνδρους. Οι καθυστερημένοι βλέπουν τον αναβρασμό και απορούν «ήρθαν τα ζώα, ήρθαν τα ζώα» απαντούν οι άλλοι.

Η σαρανταπεντάρα Ιωάννα έχει έρθει νωρίς, αλλά από ώρα βρίσκεται στην τουαλέτα για πρωινό κους-κους με τη Μαρία και μια τελευταία καλλωπιστική πινελιά στο πρόσωπο. Παρά την ηλικία και το ευτραφές της είναι τραβηκτική, «προπολεμική φρεγάδα με τα όλα της», όπως θα καταγράψει μεταγενέστερο λαϊκό τραγούδι ανάλογη περίπτωση. Αυτό το χρησιμοποιεί με τον τρόπο της για να καλμάρει καταστάσεις όταν κάποιος πελάτης περνάει τα όρια υπομονής του Κώστα ή του Γιώργου και η ρήξη είναι προ των θυρών. Καταφθάνει τρέχοντας στο τμήμα, ενώ τα τροφαντά καπούλια της ανεβοκατεβαίνουν «καλέ πρωί-πρωί τι φασαρία είναι αυτή;» «ήρθαν τα ζώα Ιωάννα» της ψιθυρίζει ο Γιώργος. Με ένα παρατεταμένο «ααα» κάθεται μπροστά στη γραφομηχανή της και αρχίζει να ετοιμάζει βιαστικά τα έντυπα.

Ο μονόφθαλμος, γυάλινο το ένα μάτι, επικεφαλής του τμήματος υποδιευθυντής κύριος Μαναρίδης φθάνει ασθμαίνοντας στο γκισέ του Κώστα και του Γιώργου «κύριε Μελισσά και κύριε Θεουλίδη ήρθαν τα ζώα, ελάτε γρήγορα στο γραφείο μου». Είναι καλοσυνάτος και για πολλοστή φορά θέλει να εξηγήσει και να τους μεταλαμπαδεύσει πως πρέπει να ενεργούν «όταν έρχονται τα ζώα». Τους εξηγεί ότι τα πρόβατα και τα κατσίκια φορτώνονται τα προηγούμενα βράδια σε βαγόνια από τη Γιουγκοσλαβία και πρέπει, αμέσως μόλις έρθουν, να γίνουν αστραπιαία όλες οι συναλλαγματικές διαδικασίες για την εισαγωγή, να κτυπηθούν στη γραφομηχανή τα borderaux για το έμβασμα στους φορτωτές εξωτερικού μέσω Clearing, να δακτυλογραφηθούν οι άδειες εισαγωγής και χέρι-χέρι να πάνε στην Τράπεζα της Ελλάδος για θεώρηση από τον ελεγκτή, «παρατηρητή» τον λένε, ώστε σε χρόνο μηδέν να δοθούν στους ζωεμπόρους, που αλαφιασμένοι τις περιμένουν για να εκτελωνίσουν. Κάθε καθυστέρηση μπορεί να αποβεί μοιραία γιατί τα ζώα, διψασμένα και νηστικά, κινδυνεύουν να ψοφήσουν πριν φτάσουν στα σφαγεία. «Και κάτι άλλο, η Τράπεζα έχει μεγάλο όφελος από αυτές τις δουλειές, στη βιασύνη τους δεν βλέπουν το ποσοστό προμήθειας που τους χρεώνουμε».

Η ομάδα στο τμήμα είναι καταπληκτική και στην πλάκα και στη δουλειά, ακόμη και σε αυτή την εκνευριστική της εισαγωγής των ζώων. Ο Γιώργος, μόνιμος χωρατατζής, όταν περνά η φούρια, πιάνει στο ψιλό τους ζωεμπόρους, ιδιαίτερα τους διαδόχους γιους τους με τους οποίους έχει την ίδια ηλικία «ρε Σώτο όλο ζώα-ζώα, δες τη μούρη σου στον καθρέφτη, αρχίζεις να τα μοιάζεις, είσαι και θρεφτάρι».
Εκείνοι επειδή τον ξέρουν και τον θαυμάζουν που είναι πρώτο νούμερο στην ομάδα μπάσκετ του ΠΑΟΚ, δέχονται τα πειράγματα χωρίς παρεξήγηση, πολλές φορές μάλιστα τον προκαλούν.

Με τον καιρό ο εκνευρισμός τέτοια πρωινά, όταν ανοίγει η διπλή πάνε-έλα ξύλινη με τα τετράγωνα τζαμάκια πόρτα του ορόφου, παύει να αναστατώνει το τμήμα. Πριν προλάβουν οι ζωέμποροι, σηκώνεται πρώτος από τη θέση του ο Γιώργος και προσποιητά αλαφιασμένος φωνάζει με νόημα προς όλους στη διαπασών «παιδιά ήρθαν τα ζώα, βαράτε τα μπορντερά να βγαίνουν οι άδειες»


Πρώτες δημοσιεύσεις:
-«ΠΑΝΔΩΡΑ», λογοτεχνικό περιοδικό, τεύχος 13, Μάιος 2003
-«ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ», ένθετο εφημερίδας «Μακεδονία», τεύχος 196, 08.06.2003

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Μαυροσκούφης (1959-1961)


Alpha Στρατιώτης

Το τρένο έφθασε στην Κατερίνη νωρίς το πρωί. Από ώρα με τους γυλιούς στην πλάτη στριμωχνόμασταν στον προθάλαμο του βαγονιού και με το που σταμάτησε αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Γενάρης του ’60, ανήμερα του Αη-Γιάννη, ψιλόβροχο και υγρασία που περόνιαζαν τα κόκαλα, παρά τη χοντρή χειμερινή στολή και τη χλαίνη.

Ένας μονιμάς λοχίας, με πέτσινο πάνω από το χιτώνιο, μας παρέλαβε. «Δεκατρείς, γρουσούζικος αριθμός», ήταν η μόνη κουβέντα που άρθρωσε. Το REO διέσχισε την πλατεία, σκέτο λασποχώρι, με ελάχιστους να κυκλοφορούν και να τραβιούνται, μη και λερωθούν από τα νερά που πετούσε στο πέρασμά του το στρατιωτικό όχημα. Μετά μπήκε σε μια χωμάτινη ευθεία ανάμεσα σε χωράφια, έστριψε δεξιά και ανηφόρησε, μέχρι που φάνηκε μια πύλη. «Επιλαρχία Καταστροφέων Αρμάτων», δέσποζε πάνω η επιγραφή με δυο κακοζωγραφισμένα άρματα στις άκρες. Ο Αλφαμίτης (Ασφάλεια Μονάδας) σήκωσε την μπάρα και κουνώντας το χέρι έδωσε το «ελευθέρας» στο αυτοκίνητο, που πέρασε χωρίς να κόψει, ενώ εκείνος ξοπίσω προσπαθούσε να δει τις νεόφερτες φάτσες. Γύρω το περιβάλλον άγριο, τρία μακρινάρια λαμαρινοσκέπαστα ξύλινα παραπήγματα, κολλητά τους σχεδόν ένα νεκροταφείο και απέναντι, σε ένα ισοπεδωμένο ύψωμα, αραδιασμένα άρματα και άλλα στρατιωτικά οχήματα

Χωρίς μιλιά κατεβήκαμε από το φορτηγό μπροστά σε ένα άλλο μικρότερο παράπηγμα με επιγραφή «Διοικητήριο». «Αλέκο, στους έφερα», φώναξε δυνατά ο μονιμάς και έφυγε, μαζί και η παγωμάρα που μας είχε μεταδώσει. Ξεσκούφωτο εμφανίστηκε στην πόρτα ένα καλόβολο στην όψη παλικάρι, χωρίς διακριτικά βαθμοφόρου. «Καλώς τους. Από πού έρχεστε;» «Aπό το ΚΕΤ», απαντήσαμε. «Αφήστε τα προσωπικά σας είδη και μπείτε ο ένας δίπλα στον άλλο, για να παρουσιαστείτε στον κ. Διοικητή. Χαιρετάτε, λέτε στρατιώτης τάδε, ειδικότητα, λαμβάνω την τιμή να παρουσιαστώ και να σας αναφέρω κ. Διοικητά ότι μετετέθην εκ του ΚΕΤ εις την Επιλαρχίαν Καταστροφέων Αρμάτων, διατάξτε». Επειδή ο κ. Διοικητής αργούσε, ο Αλέκος έπιασε μαζί μας κουβέντα «ποιοι από σας έχουν ειδικότητα γραφέα;». Είμαστε δύο. Μας πήρε μέσα «χρειαζόμαστε έναν για το Υπασπιστήριο και έναν για την Τεχνική Διαχείριση. Που εργαζόσασταν ως πολίτες;» «Σε τράπεζα», του είπα, «για τρία χρόνια». Ο άλλος σε μια εμπορική εταιρεία. «Εσένα, τραπεζικέ, θα σε κρατήσουμε μάλλον στο Υπασπιστήριο και εσένα θα σε βάλουμε στην Τεχνική Διαχείριση», είπε στον άλλο, «με την προϋπόθεση βέβαια ότι τα χαρτιά σας που θα έρθουν θα είναι εντάξει». Κατάλαβα τι εννοούσε παρά την παράλειψη της λέξης «εθνικώς» πριν την «εντάξει».

Όταν καταταχθήκαμε στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Κορίνθου ως υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί, Υ.Ε.Α. μας έλεγαν, η αγωνία μας ήταν να περάσουμε με επιτυχία δοκιμασίες σωματικές και πνευματικές, για να επιλεγούμε ως αξιωματικοί. Κανείς βέβαια δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι όλα αυτά ήταν μια τυπική διαδικασία, διότι εκείνο που τελικά μετρούσε ήταν το «μπάρμπα στην Κορώνη» και το «εθνικώς εντάξει». Εννιά από μας ντυθήκαμε τελευταίοι, επειδή μας είχαν επιφορτίσει να βοηθούμε στην κατάταξη, ταξινομώντας τα έγγραφα του καθενός που είχαν σταλεί από Στρατολογία και αστυνομικές αρχές.

Κατά τη διαδικασία είχαμε συνεννοηθεί μεταξύ μας, μόλις πέσουν στα χέρια μας τα χαρτιά κάποιου από μας, να τα δώσουμε στον ενδιαφερόμενο να δει τι περιείχαν. Μου έφερε ένας συνάδελφος το χαρτί που είχε στείλει για μένα το παράρτημα Εθνικής Ασφάλειας του Β΄ Αστυνομικού Τμήματος Θεσσαλονίκης. Το πήρα στα χέρια. Ένα μεγάλο κόκκινο «Α» μέσα σε κύκλο δέσποζε πάνω από την επικεφαλίδα. Άρχισα βιαστικά να το διαβάζω και ένιωσα ικανοποίηση που με χαρακτήριζαν «έντιμο, ηθικό κλπ». Όμως στη συνέχεια, υπογραμμισμένη με κόκκινο, υπήρχε η σημείωση « ο πατήρ του Ιωάννης δεν εψήφισεν εις τας εκλογάς του 1946».

Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός και το άφησα στη στοίβα μαζί με τα άλλα χαρτιά που με αφορούσαν. Φτάνοντας προς το τέλος των δοκιμασιών, με την επιλογή να είναι προ θυρών, και βλέποντας την αλληλογραφία που έφτανε σε συναδέλφους με αποστολείς στρατηγούς, υπουργούς, βουλευτές, υποπτεύθηκα ότι ίσως να μην έφθανε το «έντιμος και ηθικός», ούτε οι σωματικές και πνευματικές ασκήσεις που μάλλον είχα περάσει με επιτυχία. Ψύλλοι μπήκαν στα αυτιά μου και όταν, σε συζητήσεις μεταξύ συναδέλφων, ένας επέμενε ότι οι μύωπες έπρεπε να ξεχάσουν ότι θα επιλεγούν ως αξιωματικοί.

Τότε θυμήθηκα τον πρώτο εξάδελφο του πατέρα, που ήταν υφυπουργός συγκοινωνιών στην κυβέρνηση της ΕΡΕ. Του στέλνω ένα σύντομο γράμμα παρακαλώντας τον να συνδράμει στην επιλογή μου. Καταχάρηκα, όταν σε λίγες μέρες πήρα στα χέρια μου ένα φάκελο που προέρχονταν από αυτόν. «Αγαπητέ μοι, παρακολουθώ το αίτημά σας και θα σας ενημερώσω συντόμως δια αισίαν έκβασιν».΄Ημουν βέβαιος ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Επειδή όμως αργούσε η «ενημέρωσις δια αισίαν έκβασιν», ξαναστέλνω δεύτερη επιστολή. Τυπικότατος ο κ. υφυπουργός μου απάντησε άμεσα: «Αγαπητέ μοι, μετέβην εις ΓΕΣ διά την υπόθεσίν σας, όμως επληροφορήθην ότι ανήκετε εις την κατηγορίαν «Α», δι’ ό και δεν δύναμαι να πράξω τι». Έπεσα από τα σύννεφα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τίποτε. Εφόσον ήμουν «Α» τι το κακό. Το τι σήμαινε «Α» μου εξήγησε ένας συνάδελφος, που ο πατέρας του βρισκόταν πρόσφυγας στο «Παραπέτασμα». «Φίλε Ντίνο, εγώ σίγουρα δεν πρόκειται να επιλεγώ, διότι ο πατέρας μου βρίσκεται έξω, αλλά ούτε και εσύ, διότι σε θεωρούν υπό υποψία αριστερό, επειδή ο πατέρας σου δεν ψήφισε στις εκλογές του 1946».

Από τότε, όποτε ακούω τη λέξη «Άλφα», όπως “Alpha Bank”, “Alpha Τηλεόραση” και τα παρόμοια, μου έρχεται στο νου αυτή η παλιά ιστορία του στρατού. Ο «A» που δεν ήταν άλφα-άλφα και χρειαζόταν επιτήρηση και Αλφαμίτη.

Πρώτη δημοσίευση
«Η ΠΟΛΗ», τριμηνιαίο περιοδικό Δήμου Σταυρούπολης, 8ο τεύχος, Δεκέμβριος 2006
Δεύτερη δημοσίευση
«ΠΑΝΔΩΡΑ», λογοτεχνικό περιοδικό, 21ο τεύχος, 11/2007-5/2008



Όμως δεν πέταξα πέρα τη στολή, όπως λέει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο τραγούδι που ακολουθεί.
"Ήσουν καλός στρατιώτης, ούτε μια μέρα περιορισμό, γιατί δεν ζήτησες να σε αποχαρακτηρίσω;", μου είπε ο Ίλαρχος όταν πήγα να πάρω το απολυτήριο. "Μου φτάνει το 'καλός στρατιώτης' κύριε Ίλαρχε", και έφυγα...
Για να απολαύσετε το βίντεο, πατήστε pause στη μουσική του ιστολογίου, στο τέλος της σελίδας, αριστερά.



Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

Ο Νυχτόγατος


Κατά το Σαββατοκυριακάτικο διάλειμμα στα αυτοβιογραφικά, θα διανυκτερεύει ο Νυχτόγατος.

Άγνωστες οι δραστηριότητες του καθενός στις διανυκτερεύσεις του.

Για τις ενδιαφέρουσες δραστηριότητες του Νυχτόγατου μας ενημερώνει μελωδικά

ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου!



(Για να απολαύσετε το βίντεο, πατήστε pause στη μουσική του ιστολογίου, στο τέλος της σελίδας, αριστερά)


Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Νόστος


Το βιβλίο αυτό του Τόλη Νικηφόρου ζωντάνεψε έντονα τις αναμνήσεις μας από το "Anatolia" και φούντωσε τη νοσταλγία μας.

Πέρα από τον συγγραφέα, άλλοι δύο συμμαθητές εμπλέκονται στν έκδοση: Ο Τάσος Σταϊκόπουλος (έφυγε πριν λίγα χρόνια), που σήκωσε το οικονομικό βάρος, και ο Ντίνος Παπασπύρου, που ζωγράφισε την εικόνα του εξωφύλλου. Η τάξη του '57 ήταν και είναι μια δεμένη τάξη. Η πρώτη μεταπολεμική τάξη με τον μεγαλύτερο αριθμό μαθητών, γύρω στους 120 (αγόρια+κορίτσια)!!!

Anatolia College Hymn

κάντε κλικ στο παρακάτω αρχείο ήχου για να ακούσετε τον ύμνο,
αφού πρώτα απενεργοποιήσετε τη μουσική του ιστολογίου, κάτω αριστερά στη σελίδα :

07_MORNING_COMETH.mp3

"Anatolia College", 1950-1957


"Anatolia", η καμπάνα του Macedonia Hall


Όταν μας καλούσε...

"Anatolia", η τάξη του '57 (κορίτσια) το 1952


"Anatolia", η τάξη του '57 (αγόρια) το 1952


"Anatolia", reunion 08.06.2007


Πενήντα χρόνια μετά...

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Μνήμη γονέων μου


Η οικογένεια το 1946


Η μικρή αδελφή μου Χριστίνα δεν είχε ακόμη γεννηθεί.

Μνήμη αδελφού μου Νίκου


Ζωγράφος-Λογοτέχνης και αυτός. Έφυγε πριν λίγα χρόνια...