Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Ανέκδοτο μικρό πεζό κείμενο σχετικό με την πιο κάτω φωτογραφία

Ας κάνουμε ρίζες εδώ

«Έλα μπάρμπα, πες μας για τη γουρούνα που μέθυσε στο κατώι και φεύγουμε».
«Βρε τζαναμπέτηδες πάλι θέτε να με κογιονάρετε. Άντε σπίτι κι η Μαριγώ θα περιμένει».

Το ίδιο βιολί κάθε βράδυ. Με το που έκλειναν το μπακάλικό τους στην Αετοράχης, τα δυο αδέλφια Θανάσης και Γιάννης περνούσαν το κατώφλι του ημιυπόγειου του μπάρμπα τους για μουχαμπέτι και ιστορίες από τα παλιά. Ήταν η ώρα που ο μπάρμπα-Νικόλας ρουφούσε δίπλα στο σοφά τα δυο καθιερωμένα ποτηράκια κοκκινέλι και η σκέψη του ταξίδευε χρόνια πίσω στο Τσανάκαλε. Μεγαλομπακάλης τότε με όλα τα καλά στο μαγαζί και μεγάλη πελατεία και από τα γύρω χωριά.

Εκεί του το πρόλαβαν οι καλοθελητές των αδελφάδων του. «Η προκομμένη και αψήφιστη γυναίκα σου η Ζωγράφω αφήκε τη μεγάλη γουρούνα να μπει στο κατώι. Άνοιξε την κάνουλα του μεγάλου ξυλοβάρελου και πλημμύρισε το κατώι με εκατόν πενήντα οκάδες κόκκινο κρασί δέκα οχτώ χρονών». «Η Ζωγράφω μου να είναι καλά», και συνέχισε τους λογαριασμούς στο χοντρό τεφτέρι μπροστά του σαλιώνοντας το μολύβι χωρίς να σηκώσει κεφάλι. Μέσα του όμως τον έτρωγε. Θες να πάνε αυτές και να κακοκαρδίσουν τη Ζωγράφω. Μια και δυο στο σπίτι. Σαν χώθηκε στο κατώι τον έπιασε γέλιο σπαρταριστό. Η μεγάλη γουρούνα μέχρι την κοιλιά στο κρασί βολόδερνε και τρίκλιζε κουτουλώντας από τον ένα στον άλλο τοίχο. Τού’μεινε αυτό και κάθε φορά που διηγούνταν το περιστατικό λυνόταν στα γέλια, κάνοντας τις κινήσεις της μεθυσμένης γουρούνας.

Εκεί στο μπακάλικο έφτασε και το μαντάτο από το τουρκάκι παραγιό του ότι αρματωμένοι καβαλάρηδες έζωσαν το χωριό. «Αφεντικό εμείς σας αγαπάμε. Μα αυτοί είναι ξενόφερτοι με άγριες διαθέσεις για τους Ρωμιούς». Δυο χούφτες πεντόλιρα έκρυψε βιαστικά μέσα στο σακί με τα φασόλια και τρεχάτος στο σπίτι. Πανικός στη γειτονιά. Όλοι φόρτωναν ότι μπόραγαν σε σούστες και κάρα και αλαφιασμένοι έφευγαν, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι για τα που είναι η σωτηρία. Το ίδιο και ο μπάρμπα-Νικόλας. Λίγα μπακίρια, μερικά προικιά των κοριτσιών, τη ραπτομηχανή χεριού Singer, νερό και λίγο κολατσιό για το δρόμο. Μπροστά ο ίδιος στο κουμάντο. Δίπλα η Ζωγράφω, πίσω, πάνω στη Singer, που έκαναν καναπέ για να την κρύψουν κιόλας, η κατάκοιτη από χρόνια κουνιάδα του Τριανταφυλλιά και πιο πίσω κολλητά το ένα πάνω στο άλλο τα
τέσσερα κορίτσια τους, η Σοφία, η Βασώ, η Θεοδίτσα και η τρίχρονη
Ευδοξία. «Οι μεγάλες βάλτε μαύρα τσεμπέρια και ρούχα, πασαλείψτε
μούτρα και χέρια με λάσπη και σβουνιές να φαίνεστε λερές γριές, μη σας αρπάξουν στο δρόμο οι Τούρκοι για την Ανατολή».

Μερόνυχτα στο δρόμο. Σαν έφτασαν στη θάλασσα, κοσμοπλημμύρα. Με τα πολλά μπήκαν σε βαπόρι κατά πως τους πήγε το κύμα του κόσμου. Πήραν μια ανάσα, όμως το άγνωστο δεν άφησε τους μεγάλους να κλείσουν μάτι. Δυο μέρες μετά αντίκρισαν βουνά. «Η Σαλονίκη», φώναξαν αυτοί που ήξεραν.

Τους άδειασαν στην παραλία σε κάτι μακρινάρια θαλάμους, το απολυμαντήριο, όπως τους είπαν. «Μια εβδομάδα εδώ και μετά θα σας τακτοποιήσουμε». Σε δέκα μέρες τους πήραν και, αφού διέσχισαν με κάρα μια άγνωστη σε όλους πόλη, τους έφεραν σε ένα μεγάλο τσαίρι, το Λεμπέτ, έμαθαν μετά. Δυο, τρεις οικογένειες στο τσαντίρι. Γυφτιά, πείνα, το νερό λίγο και ο Βαρδάρης του ’14 να τους ξυρίζει. ΄Εξι μήνες εκεί. Μετά, ο Χρήστος, ο γιος τους, που από χρόνια είχε μπαρκάρει λαθραία στην Αμέρικα μη και υπηρετήσει στον τούρκικο στρατό, τους έστειλε το τσεκ. Πρώτο τους μέλημα να φύγουν από το Λεμπέτ, να βάλουν κεραμίδι στο κεφάλι τους. Το ημιυπόγειο στην Αετοράχης τους φάνηκε παλάτι. Το ασβέστωσαν το συγύρισαν και άρχισαν να οργανώνουν τη ζωή τους. Οι μεγάλες κόρες σε θελήματα. Δύσκολες οι δουλειές για τους πρόσφυγες, τους έβλεπαν με μισό μάτι. Πόσο τους πόναγε, νοικοκυραίοι αυτοί στον τόπο τους, να ακούν τους ντόπιους να λένε πως είχαν στη δούλεψή τους δυο ανθρώπους και έναν πρόσφυγα. Η μικρή στο σχολείο. Έξυπνη, πρώτη μαθήτρια, ήθελε να γίνει δασκάλα.

Σαν έφτασε το ΄17 άρχισαν να ξεσηκώνουν τον μπάρμπα-Νικόλα οι συγχωριανοί να γυρίσουν πίσω στο Τσανάκαλε. «Νικόλα, τα πράγματα ηρέμησαν. Τα καλαμπόκια είναι δυο μπόγια στην ξεκούραστη γη της πατρίδας». «Δεν ησυχάζει το Τουρκιό. Σιμά θα έχουμε τα ίδια. Μοίρα μας να ξεριζωθούμε ήταν από κει. Ας κάνουμε ρίζες εδώ». Αν και με λίγα γράμματα, τετράγωνο μυαλό ο μπάρμπα-Νικόλας. Το ΄22 τον δικαίωσε.

Όμως τα βράδια, σαν ο Θανάσης και ο Γιάννης περνούσαν το κατώφλι του ημιυπόγειου της οδού Αετοράχης, παρόλο που δεν ήθελε να το δείχνει, αναπολούσε με λαχτάρα τα παλιά και μιμούνταν με γέλια τα κουνήματα της μεθυσμένης γουρούνας στο πλημμυρισμένο με κόκκινο
κρασί κατώι του Τσανάκαλε.

Πρώτες δημοσιεύσεις
- «ΠΑΝΔΩΡΑ», λογοτεχνικό περιοδικό, τεύχος 12, Δεκέμβριος 2002
- «ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ», ένθετο εφημερίδας «Μακεδονία», τεύχος 242, 25.04.04

Δεν υπάρχουν σχόλια: