Το χρέος
«Να πάμε πάλι, βρε παιδιά, ένα βράδυ για ρεμπέτικα στο καπηλειό του Πλασταρά στην Πάνω Πόλη». Το λέγαμε αλλά αργούσαμε να το αποφασίσουμε. Το τηλεφώνημα του Θωμά, ένα κρύο απόγευμα Παρασκευής του περασμένου Φλεβάρη, έβαλε τέλος στην αναβολή.
«Εννιά και τέταρτο περνούμε με τη Βέρα και σας παίρνουμε με το αυτοκίνητο για Πλασταρά. Πάρε τηλέφωνο και κλείσε τραπέζι για τέσσερις».
Με ξάφνιασε το τηλεφώνημά του, γιατί ήξερα πόσο δυσκίνητος ήταν για τέτοιες ξαφνικές αποδράσεις, αντίθετα με τη Βέρα που πετούσε τη σκούφια της.
«Καλά ρε, πιο κρύα μέρα δε διάλεγες για έξοδο;»
«Γιατί, έχεις πρόβλημα; Με το αυτοκίνητό μου θα πάμε και με το ίδιο θα σας γυρίσουμε».
«Η ζέστη δε με πειράζει, αλλά το κρύο δεν το αντέχω. Έχω μια παλιά ιστορία να σου πω κάποτε γι’αυτό. Να έρθουν και ο Τόλης με τη Σοφία; Tον θυμάσαι, πιστεύω, από την Τράπεζα».
«Τον Τόλη, ρε, δε θυμάμαι, που με αναφέρει και σε ένα μυθιστόρημά του ως Θωμάκο τον παλαιστή;».
Έγιναν τα τηλεφωνήματα. Ο Νίκος Πλασταράς χάρηκε ιδιαίτερα, όταν με άκουσε «ετοιμάσου να ρίξεις τις γύρες σου με τα Πέριξ του Τσιτσάνη», είπε κλείνοντας το τηλέφωνο. Στις δέκα ακριβώς κατεβαίναμε τα σκαλιά του καπηλειού, αγκαλιές φιλιά με τον Νίκο, χαιρετούρες με τον φαλακρό Γιάννη, μόνιμο μπουζουξή του, που μου επανέλαβε, όπως κάθε φορά, «ακόμη το έχω παράπονο, που δε μου έβαλες λίγα μαλλάκια, όταν με ζωγράφισες».
Ήρθαν τα σμυρναίϊκα, ιδιαίτερη συνταγή του καπηλειού, που σε κανέναν δε δίνει ο Νίκος, και άλλα κρεατικά. Ήπιαμε Μπουτάρη, οι μισοί λευκό Μοσχοφίλερο, οι άλλοι κόκκινο Αγιωργίτικο. Το κέφι άναψε για τα καλά και οι παραγγελιές δίνονταν η μια μετά την άλλη. Το είχα διαπιστωμένο από άλλες φορές ότι τα κέφια του Νίκου ήταν ανεβασμένα, όταν από κάτω τον άκουγαν φίλοι στενοί. Τίμησα δεόντως με γύρες «Τα Πέριξ», όταν μας το αφιέρωσε, τραγουδώντας το αντάμα. Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα τους αποχαιρετίσαμε και ξαναμμένοι βγήκαμε. «Θα σας πάω εγώ με την Ελένη στο σπίτι, όπως είπαμε». Ο Τόλης και η Σοφία πήραν ταξί.
Το κρύο είχε σφίξει. Θα είχε τουλάχιστον πέντε βαθμούς κάτω από το μηδέν και ο Βαρδάρης ξύριζε. Σήκωσα τον γιακά του μπουφάν, κατέβασα το τζόκεϊ μέχρι τα μάτια, αλλά τίποτα. Ένιωθα ένα σύγκρυο να διαπερνά όλο μου το κορμί, τα χέρια μου από τους ώμους και κάτω άρχισαν να κουνιούνται από μόνα τους και σε λίγο να χτυπούν και τα δόντια μου, φυσική αντίδραση του οργανισμού για να αντιμετωπίσει την ξαφνική διαφορά θερμοκρασίας.
«Έλα λίγο ακόμη και φτάνουμε στο αυτοκίνητο. Θα συνέλθεις, μόλις φουλάρω το καλοριφέρ». Αλλά πού;. Το αυτοκίνητο μέσα παγωμένο και το ασταμάτητο χτύπημα χεριών και δοντιών ακολουθούσαν τώρα και τα πόδια. Καμιά όρεξη για κουβέντα. Αραγμένος στην μπροστινή θέση προσπαθούσα να ζεσταθώ, όχι από το καλοριφέρ που ακόμη δεν είχε αρχίσει να αποδίδει, αλλά από το χνώτο μου που φυσούσα μέσα στο μπουφάν, ενώ το μυαλό μου άρχισε να ταξιδεύει κάπου πενήντα χρόνια πίσω σε μια παρόμοια κατάσταση.
Φλεβάρης του ’60 και το μπουγάζι από τις κορφές του Όλυμπου πάγωνε το χιόνι που για μερόνυχτα έπεφτε ασταμάτητα σε όλο τον κάμπο της Κατερίνης. Στον θάλαμο του στρατοπέδου, ένα μακρινάρι παράπηγμα με διάδρομο στη μέση και διώροφες ξύλινες κουκέτες αριστερά-δεξιά, μια δίμετρη σιδερένια, σαν μεγάλο βαρέλι, σόμπα μπουμπούνιζε. Οι ολόκληροι κορμοί, που έπεφταν σωρηδόν μέσα, εξείχαν από το πάνω μέρος. Οι φλόγες πετάγονταν ψηλά έξω και φώτιζαν το καταθλιπτικό περιβάλλον του θαλάμου. Καπνός αιωρούνταν σε όλο το χώρο, δάκρυζαν τα μάτια, αλλά η ζέστη-ζέστη.
Ούτε λόγος για ασκήσεις. Κάθε τόσο ο δεκανέας υπηρεσίας τραβούσε καμιά δεκαριά άτομα στον όρχο να εκχιονίσουν άρματα και άλλα οχήματα και πάλι πίσω. Μαζεμένοι γύρω από τη σόμπα καλαμπουρίζαμε και καπνίζαμε, περιμένοντας τη σειρά μας για σκοπιά. Ήμουν νούμερο τέσσερις με εφτά το απόγευμα και ίδιο το βράδυ στο ξημέρωμα της άλλης μέρας.
«Τραπεζικέ, το νούμερό σου», με συνέφερε κάποια στιγμή ο δεκανέας. «Ντύσου, στολίσου και πάμε, ο προηγούμενος θα έχει παγώσει».
Άρχισα να ετοιμάζομαι βαριεστημένα. Διπλές κάλτσες, μακρύ σώβρακο και από πάνω το παντελόνι αγγαρείας, μάλλινη φανέλα κατάσαρκα, που ποτέ δεν ανεχόμουν ως πολίτης, πουκάμισο, δύο πουλόβερ με μανίκια, χιτώνιο, γάντια, μπότες και, τέλος, μακριά μέχρι τις πατούσες χλαίνη. Μπαλάσκες, τύλιγμα του κεφαλιού με χοντρό κασκόλ και πάνω το βαρύ κράνος. Παίρνοντας το όπλο από την κρεμάστρα «έτοιμος δεκανέα», είπα.
«Πάρε και την κάπα από πάνω, κάνει ψόφο και, όπως είσαι πρωτευουσιάνος, δε θα τον αντέξεις». Εκείνος, με πολύ ελαφρύτερη εξάρτυση, καταγόταν από ένα ορεινό χωριό της Μακεδονίας, και καλό παιδί.
«Την αφήνω για τη βραδινή βάρδια. Θα μου είναι άχρηστη το βράδυ, αν τη βρέξω τώρα».
Βγήκαμε. Το χιόνι μέχρι το γόνατο, παγωμένο. Ακολουθούσαμε το πατημένο μονοπάτι που οδηγούσε στη σκοπιά και μόνο το χρατς-χρουτς των ποδιών πάνω στο παγωμένο χιόνι ακουγόταν. Το πόστο ήταν στη μονάδα συντήρησης οχημάτων, ψηλά στην άκρη του στρατοπέδου που το θέριζε παγωμένος αέρας από όλες τι μεριές. Κάτω ο έρημος δρόμος προς τη Νεοκαισάρεια και τα άλλα χωριά της ενδοχώρας. Πιο κάτω, παράλληλα με τον δρόμο, ο Πέλεκας, ένα ποτάμι φουσκωμένο χειμώνα-καλοκαίρι, κατέβαζε νερά προς τη θάλασσα και ο παφλασμός τους ήταν το μόνο που ακουγόταν στην ερημιά.
Οι πρώτες δυο ώρες πέρασαν κάπως γρήγορα. Η τρίτη ήταν ατέλειωτη, καθώς η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και το κρύο ήταν αφόρητο. Στις εφτά είδα από μακριά την αλλαγή να έρχεται, παρέδωσα βιβλίο εφόδου με τα σχετικά και ταχύ βήμα πίσω στον θάλαμο.
«Πήγαινε για βραδινό», μου λέει ο δεκανέας υπηρεσίας, «έχει μακαρόνια με σάλτσα». Μακαρόνια μπλουμ που ήταν παγωμένα, αφού το βραδινό στους άλλους είχε δοθεί πριν από δυο ώρες. Μπλουμ-ξεμπλουμ γέμισα την καραβάνα και τα έφερα στον θάλαμο να ζεσταθούν στη σόμπα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι αποκαμωμένος τραβώντας πάνω μου δυο μάλλινες κουβέρτες. Θες από κρύο, θες από κούραση έπεσα σε λήθαργο βαθύ, παρά τις φωνές και τα γέλια των άλλων που δεν είχαν όρεξη για ύπνο.
Ούτε κατάλαβα πώς πέρασαν οι ώρες, όταν άνοιξα τα μάτια από απότομο σκούντημα του θαλαμοφύλακα.
«Συνάδελφε σήκω, ήρθε η ώρα σου για σκοπιά».
Ξανά ντύσιμο, όπως το απόγευμα, αλλά από πάνω και η χοντρή τρίχινη κάπα με την κουκούλα. Κατάλαβα ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα από ό,τι το απόγευμα, γιατί, μόλις ξεπορτίσαμε, αισθάνθηκα ότι έμπαινα σε πολικό τοπίο. Το χιόνι είχε σταματήσει, αλλά ο αέρας είχε δυναμώσει πολύ και αναγκαζόμουν να κρατώ την κουκούλα της κάπας, που συνεχώς την έπαιρνε. Ο βηματισμός πάνω κάτω στη σκοπιά δε βοηθούσε καθόλου. Μερικές φορές χωνόμουν σε ένα υπό επισκευή REO, αλλά τίποτα. Ξανά κάτω, βηματισμοί να βρω απάνεμο μέρος, αλλά άδικα. Άργησε να έρθει και η αλλαγή και, όταν φάνηκε γύρω στις επτά και τέταρτο, ήμουν έτοιμος να σωριαστώ.
Αφήνω όπλο, κράνος, μπαλάσκες στο θάλαμο και με όσες δυνάμεις μου έμεναν βάζω μπρος για τα μαγειρεία. Πίστευα ότι το ζεστό τσάι θα με συνέφερνε κάπως. Φθάνοντας είδα όλη την Επιλαρχία μαζεμένη κατά ομάδες σε τέσσερις κύκλους. Κατάλαβα. Για μεσημεριανό θα είχε πατάτες που έπρεπε να καθαριστούν πριν πάρουμε πρωινό. Πλησίασα σε έναν από τους σωρούς. Πέντε περίπου τσουβάλια πατάτες ριγμένες από ώρα μες το παγωμένο χιόνι περίμεναν καθάρισμα. Σκύβω με κόπο πιάνω μια, αλλά ο σουγιάς παραλίγο να μου κόψει το χέρι που, καθώς ήταν παγωμένο, δε με υπάκουγε. Όλα γύρω μου είχαν αρχίσει να γυρίζουν. Αφήνω την πατάτα να μου πέσει και πάω στον Επιλοχία, που επέβλεπε τη διαδικασία του καθαρισμού, μήπως και κάποιος λουφάρει. Ήταν μόνιμος, Λοχίας στον βαθμό, παντρεμένος κρυφά με μια ντόπια. Καθώς ήταν απαγορευμένο να παντρεύονται οι μόνιμοι υπαξιωματικοί πριν από τον βαθμό του Ανθυπασπιστή, δεν το είχε δηλώσει, αλλά είχε μαθευτεί και για τιμωρία η προαγωγή του πήγε πίσω και τον άφησαν για χρόνια να βολοδέρνει σε αυτόν τον «κρανίου τόπο» του Σβορώνου, που οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν Κολοκούρι. Έβγαζε τα απωθημένα του με άγρια ξεσπάσματα σε όλους τους στρατιώτες, ιδιαίτερα σε αυτούς που είχαν κάποια παραπάνω μόρφωση.
«Κύριε Επιλοχία, ήμουν τελευταίο νούμερο σκοπιά, έχω παγώσει ολόκληρος, ας πάρω πρωινό ρόφημα και μετά καθαρίζω πατάτες».
Ένα «σκασμός, στις πατάτες» ήταν η απάντηση.
Γύρισα τρικλίζοντας στο σωρό. Θυμάμαι ότι έσκυψα να πιάσω ξανά μια πατάτα και μετά έχασα τα πάντα γύρω μου. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουν στο αναρρωτήριο με έναν Ανθυπίατρο να είναι σκυμμένος πάνω μου κρατώντας μια άδεια σύριγγα.
«Δεν ήταν τίποτα το σοβαρό, με την καρδιοτονωτική που σου έκανα θα είσαι σε λίγο περδίκι».
«Σηκωτό σε πήγαμε στο αναρρωτήριο», μου έλεγε την άλλη μέρα ένας συνάδελφος, «και πίσω έτρεχε χεσμένος ο Επιλοχίας».
Γύρω στον Ιούνιο ήρθε η μετάθεσή μου για Θεσσαλονίκη. Πήρα το φύλλο πορείας από τον γραφέα της Ίλης, καθώς ο Επιλοχίας έλειπε. Ανταμώσαμε στην πύλη του στρατοπέδου.
«Φεύγεις;», με ρώτησε.
«Ναι», απάντησα ξερά χωρίς να τον κοιτάξω. Ούτε γύρισα πίσω να ξαναδώ πάνω από την πύλη την επιγραφή «Επιλαρχία Καταστροφέων Αρμάτων».
Το απότομο φρενάρισμα του Θωμά με συνέφερε. Είχαμε φθάσει στη διασταύρωση της Λεωφόρου Στρατού με την Καυτανζόγλου μπροστά στο σπίτι μας και το ανοιγμένο μου μπουφάν έδειχνε ότι είχα ξεπεράσει και αυτή τη φορά το σοκ από το κρύο.
«Είσαι εντάξει, ή μήπως θέλεις να σε δει γιατρός;»
«Μια χαρά, Θωμά, ευχαριστώ».
«Μου χρωστάς όμως την ιστορία που υποσχέθηκες», με πρόλαβε, καθώς άνοιγα την πόρτα να κατεβώ.
Πιστεύω πως ξεχρεώθηκα στο Θωμά με αυτό το διήγημα.
Πρώτη δημοσίευση:
«ΠΑΝΔΩΡΑ», λογοτεχνικό περιοδικό, τεύχος 20, 5.2007-11.2007
Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
11 σχόλια:
Όμορφο κι ανθρώπινο το διήγημα σου, Ντίνο. Με ταξίδεψε σε κάποιες αντίστοιχες διαδρομές, κάπου ανάμεσα στην εποχή του στρατού και σε κάποια ταβερνάκια της Θεσ/νίκης που ζεσταίναμε τις ψυχές μας κάποιες κρύς νύχτες με κρασί και καλή παρέα.
Βέβαια, Ανδρέα, όταν τα βλέπουμε με απόσταση χρόνου, μας φαίνονται λίγο ονειρικά. ΄Οταν τα ζούσαμε, ήταν πολύ σκληρά.
Καλή σου μέρα.
Παρασύρθηκα από το διήγημα και δεν σχολίασα το ζειμπέκικο του Τσαρούχη. Ένα μοναδικο ντοκουμέντο της συνάντησης δυό αυθεντικών καλιτεχνών. Να βρεθούμε για καφέ ένα πρωί στη νέα παραλία. Στο έγραψα και στο blog μου ευχαριστώντας σε για τις ευχές σου.
Να βρεθείτε εσείς βέβαια αλλά και να πάμε όλοι μαζί στον Πλασταρά ένα βράδυ.
Να πάμε, Τόλη, κι ας μη κάνει τόσο κρύο.
Δεκτές μετά χαράς και οι δύο προσκλήσεις. Δεν ξέρω αν συνεχίζει να τραγουδάει ακόμη ο Νίκος Πλασταράς. Την τελευταία φορά, δυο χρόνια πριν, που ξαναπήγαμε με τον Θωμά, ήρθε και τραγούδησε για χάρη μας. Είναι γύρω στα ογδόντα και, από ό,τι έμαθα, το μαγαζί το έδωσε στον ανηψιό του. Πιστεύω όμως το χρώμα του χώρου, η κομπανία και τα τραγούδια να μένουν τα ίδια. Θα μάθω και θα σας πω.
Τόλη γιατί όχι και συ μαζί μας στη Νέα Παραλία;
Καλό απόγευμα.
Ας ξεκινήσουμε με το καφέ. Το Τόλη θα τον δω απόψε και θα του πω. Μίλα κι εσυ μαζί του και να σου δώσει το τηλέφωνο μου να συνεννοηθούμε.Και στο καφέ να κλείσουμε και για τη ταβέρνα.
Καλό απόγευμα Ντίνο.
Πολύ όμορφο το διήγημά σου, Ντίνο μου!
Αλλά και η παρέα σας, που κανονίζει τωρινές συναντήσεις είναι απολαυστική!
Να είστε καλά!
Σας χαίρομαι!
Φιλιά!
Δεκτή όλοι καλοί/καλές στην παρέα μας Ουρανία.
Άκουγα τις προάλλες στο ραδιόφωνο (ακούω πολύ καθώς ζωγραφίζω) μια έξυπνη διαφήμιση για ένα μπαράκι: "Οι καλές είναι μέσα, οι κακές κυκλοφορούν κάθε βράδυ στο μπαράκι μας"
Σε αντιφιλώ.
Έξυπνη χιούμορ,η διαφήμιση για το μπαράκι!
Τί όμορφο να είναι κανείς τέτοιο κακό παιδί!
Μακάρι να γεμίσει ο κόσμος, κακά παιδιά με ανοιχτή καρδιά να χορεύουν γενναίο ζειμπέκικο!
Σε ξαναφιλώ!
Όπως θα πρόσεξες η φωτογραφία είναι του 1994. Τότε την ώρα που χόρευα ήμουν φευγάτος. Τώρα, με τα χρόνια που πέρασαν, είναι σαν μυσταγωγία, όπως η αίσθηση που αφήνει ο χορός του Τσαρούχη στο πιο πάνω βιντεάκι.
Καλό Σαββατοκύριακο Ουρανία.
Φιλιά.
Δημοσίευση σχολίου