1941
Στο σπίτι της θείας Θεοδίτσας (αδελφή της μητέρας μου),
στην οδό Μισραχή (σήμερα Φλέμιγκ).
Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας η μητέρα γράφει:
"Με τον Ντίνο στο σπίτι της Θεοδίτσας. Ο Γιάννης στο μέτωπο της Αλβανίας".
(Η μητέρα στα μαύρα γιατί μέσα στις κακουχίες είχε χάσει τη μητέρα και τη θεία της)
Φίλοι μου,
Παρά το γνωστό «μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις», μερικές φορές οι λέξεις είναι απαραίτητες.
Με την προηγούμενη ανάρτησή μου προσπάθησα να τιμήσω τη μνήμη του πατέρα, αναρτώντας φωτογραφίες και άλλα ντοκουμέντα. Συμπληρώνω τώρα με λέξεις που κρίνω απαραίτητες και οι οποίες απαντούν και στα σχόλιά σας, για τα οποία σας ευχαριστώ:
Όταν επιστρατεύτηκε το ’40, δεν δήλωσε το πραγματικό του επάγγελμα, που ήταν μάγειρας, αλλά αγρότης, όπως φαίνονταν στην ταυτότητα, καθώς είχε γεννηθεί στο χωριό Στένωμα Καρπενησίου. Μου το δικαιολόγησε σε μια συζήτηση που είχαμε και μου εξιστόρησε και άλλα:
«Δεν ήθελα να κλειστώ πάλι σε μια κουζίνα και να μην πολεμήσω τους Μουσολίνιδες στην πρώτη γραμμή. Όμως, σε μια αναγνώριση ένας συνάδελφος σκότωσε έναν καλοθρεμμένο λαγό και τον έφερε πεσκέσι στον λοχαγό. Στον λοχαγό που, όταν σε μια περιπολία μας έβαλαν στόχο ιταλικά αερόπλανα και θα μας θέριζαν, μας σαβούρντιξε βίαια δέκα νοματέους πίσω από έναν τοίχο μισογκρεμισμένου μαντριού και μας έσωσε. ΄΄Κρίμα που δεν ξέρουμε να τον μαγειρέψουμε να ξεφύγουμε από τη γαλέτα και τη σταφίδα΄΄, είπε ο λοχαγός. ΄΄Θα προσπαθήσω εγώ κύριε Λοχαγέ΄΄, του λέω. Έκανα ένα πρώτης τάξεως στιφάδο με αγριοκρέμμυδα που δεν έμεινε κοκαλάκι. ΄΄Και που τα ξέρεις εσύ αυτά Παπασπύρου αγρότη, μη και είσαι μάγειρας και μας το κρύβεις; ΄΄, ρώτησε ο λοχαγός. ΄Ετσι προδόθηκα και αμέσως με έστειλαν γραμμή για το Γ.1 Πεδινό Χειρουργείο, όπου ανέλαβα την κουζίνα μέχρι την υποχώρηση.»
Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου μόνοι στη Θεσσαλονίκη η μητέρα μου κι εγώ, τετράχρονος τότε, αγωνία για τον πατέρα και η πείνα να μας θερίζει. Που και που ένα δεματάκι του πατέρα από την Αλβανία. Αργότερα, δεκάχρονος πια, ρώτησα τον πατέρα που έβρισκε «τα πραγματάκια», που αναφέρει στο δελτάριο, ότι μας έστελνε. Δεν μου έδωσε καθαρή απάντηση, κατάλαβα δεν ήθελε να πει. Πήρα όμως την απάντηση από την μητέρα «ήταν ό,τι στερούσε από τον εαυτό του, λίγη κουραμάνα, που έφτανε εδώ παξιμάδι, δυο τρεις γαλέτες, λίγες σταφίδες». Μέσω μια χριστιανικής οργάνωσης η μητέρα κατάφερε να πηγαίνω και να τρώω δυο μεσημέρια την εβδομάδα σε μια ευκατάστατη οικογένεια καπνεμπόρου στην οδό Μητροπόλεως. Τις άλλες μέρες, συσσίτιο σ’ένα σχολείο στην οδό Παπάφη. Κύριο καθημερινό μενού κατσαμάκι (χοντροαλεσμένο καλαμπόκι) με μια κουταλιά σπορέλαιο από πάνω. «Θα το φάτε όλο», μας έλεγε επιτακτικά η υπεύθυνη του συσσιτίου, αλλά εγώ δεν μπόραγα και πάντα κατέβαινα τις σκάλες του σχολείου με μισογεμάτη την καραβάνα με δάκρυα να στάζουν μέσα.
Μετά την υποχώρηση γύρισε και ο πατέρας. Με τα πόδια από Αλβανία μέχρι Καρπενήσι, τη γενέτειρά του, και δώθε με τον ίδιο τρόπο μέχρι Θεσσαλονίκη. Τρόμαξα να τον γνωρίσω, λερά κουρελιασμένα ρούχα, τρύπια παπούτσια, ρουφηγμένα προς τα μέσα μάγουλα. Με δυσκόλεψε και το αρειμάνιο μουστάκι που είχε αφήσει. Όταν μετά μέρες το ξύρισε τον ρώτησα γιατί το έκανε «οι μάγειροι δεν πρέπει να έχουν μουστάκι γιατί όταν δοκιμάζουν τα φαγητά με την κουτάλα αυτό βουτάει μέσα», μου απάντησε.
Η συνέχεια ακόμη πιο δύσκολη στις μέρες της Γερμανικής Κατοχής. Ευτυχώς ο πατέρας βρήκε δουλειά ως αρχιμάγειρας στη ΧΕΝ (Χριστιανική Ένωση Νεανίδων) που λειτουργούσε ως οικοτροφείο και στεγάζονταν σε ένα ωραίο τετραώροφο στην οδό Αγίας Σοφίας, κάτω από την οδό Τσιμισκή (το κτίριο υπάρχει ακόμη, σήμερα είναι πολυκατάστημα). Ήταν πραγματική τύχη η δουλειά αυτή γιατί κάθε βράδυ μας έφερνε να τρώμε τη δική του μερίδα που δικαιούνταν ως εργαζόμενος εκεί. «Τσίμπα και συ λίγο Γιάννη», του έλεγε η μητέρα «εγώ χορταίνω όλη μέρα από τις μυρουδιές». Έτσι επιβιώσαμε.
Όπως θα έχετε διαπιστώσει φίλοι μου, από τότε που ξεκίνησα αυτό το blog, προσπαθώ να είμαι ολιγόλογος και ουσιαστικός. Όμως, η πρόσφατη βάναυση προσβολή των ηρώων του ’40 και γενικά του ελληνικού λαού από κομματικό κονδυλοφόρο γνωστής εφημερίδας με θύμωσε και κάνω αυτή τη μακροσκελή ανάρτηση. Απαράδεκτο ένας κομματοθρεμμένος, άκαπνος, απόλεμος, χωρίς βιώματα να αφήνει να εννοηθεί ότι το Έπος του ’40 ήταν μύθος. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμη επιζώντες, λίγοι βέβαια, αλλά πολλοί επίγονοι των ηρώων εκείνων, που με βιώματα και ντοκουμέντα (αυτά που έβαλα στην προηγούμενη ανάρτηση είναι ψήγματα) καταρρίπτουν τα χωρίς αιδώ γραφόμενα του ανιστόρητου κονδυλοφόρου. Και, για όσους πιθανόν δεν το γνωρίζουν, σε διάγγελμά του ο Μουσολίνι προς τον Ιταλικό λαό, θέλοντας να δικαιολογήσει την πανωλεθρία στην Αλβανία, αναφέρει ότι, αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο χώρος των επιχειρήσεων ήταν δύσβατος, δεν είχε προετοιμασθεί καλά ο Ιταλικός στρατός και τα Ιταλικά λιμάνια ανεφοδιασμού ήταν απομακρυσμένα. Λοιπόν, τα ίδια επικαλείται ο κ. κονδυλοφόρος για να μας πει ότι σ’αυτό οφείλεται η νίκη του Ελληνικού στρατού. Κουβέντα για την υπεροπλία των Ιταλών σε άνδρες και πολεμικό υλικό.
Κλείνοντας, επειδή επιδιώκει να εμφανίσει το Έπος της Αλβανίας ως μύθο, σίγουρα δεν είναι μύθος η προσπάθεια ομοϊδεατών του, που με αποφάσεις ολομελειών και λυσσασμένο πόλεμο, προσπάθησαν, πριν από όχι πολλά χρόνια, να αποσπάσουν τη Μακεδονία μας από τον Ελληνικό κορμό για να δημιουργήσουν την «Ανεξάρτητη Ελεύθερη Μακεδονία», όπως οραματίζονταν, με κατάληξη στο σημερινό μόρφωμα των Σκοπίων.
Επειδή πιθανόν δημιουργηθεί εντύπωση ότι δεξιάζω, τονίζω ότι είμαι αριστερών καταβολών, ταλαιπωρήθηκε τόσο η οικογένειά μας όσο κι εγώ προσωπικά από την τότε δεξιά για τις πεποιθήσεις μας, εξακολουθώ να παραμένω αριστερός, αλλά σκεπτόμενος, Όχι άλλη αγιοποίηση της αριστεράς (ποιας αριστεράς αλήθεια) με μοχλό την σημερινή κρίση που ταλανίζει όλους μας. Φτάνει πια.