(για να απολαύσετε το βίντεο πατήστε pause στη μουσική του ιστολογίου, στο τέλος της σελίδας, αριστερά)
Ήταν το πιο συχνό κυριακάτικο οδοιπορικό. Ανηφορίζαμε την Καυτανζόγλου μέχρι το ομώνυμο στάδιο με πρώτη ολιγόλεπτη στάση τα σκαλιά της ταβέρνας «Λαδά», το πάλαι ποτέ κόκκινο σπίτι, τόπο εκτελέσεων. Πανώρια μέχρι σήμερα τα τρία γέρικα κυπαρίσσια, παρά τα σφηνωμένα στους κόρφους τους βλήματα από τα γερμανικά πολυβόλα, που θέριζαν πατριώτες. Γύρω σκορπισμένα γυαλιά, πρόσφατα σπασμένα ουζο-μπούκαλα κάποιας παρέας που τό ’δωσε και κατάλαβε στη σκιά τους. Σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, μήτρα σωστή, απέναντι ο μυχός Θερμαϊκού από Μεγάλο Καράμπουρνο μέχρι λιμάνι και η χιονισμένη κορφή του Ολύμπου.
Από κει παίρναμε τον χωματόδρομο μέσα στο δάσος του Σέϊχ-Σου, τα «Χίλια Δέντρα». Πάντοτε σαν τον διαβαίναμε μου έρχονταν στο νου οι στίχοι του Γιώργου Ιωάννου «Φωτιά απόψε πάλι στο βουνό πάνε τα Χίλια Δέντρα, θα τα κάψουν», από την δεύτερη ποιητική του συλλογή, με το παραστατικό εξώφυλλο του Κάρολου Τσίζεκ. Βγαίνοντας από το δάσος, δεύτερη στάση τα σκαλιά του αναψυκτήριου «Κεδρηνός Λόφος». Κατηφόρισμα προς το εκκλησάκι του Αγίου Παύλου και μετά ανηφόρα, κατά πως πηγαίνει ο ασφαλτοστρωμένος ελικοειδής δρόμος, μέχρι την ευθεία που τρέχει παράλληλα με το κάστρο. Φάτσα η πρώτη Πορτάρα, έξοδος οχημάτων προς την πόλη, αριστερά η Μονή Βλατάδων, δεξιά η δεύτερη Πορτάρα με το Ναό των Αγίων Αναργύρων στο βάθος. Από κει η νέα ανηφόρα μάς οδηγούσε από μόνη της στο Επταπύργιο, περισσότερο γνωστό ως Γεντί-Κουλέ.
Αρχές Μάρτη, γλυκό κυριακάτικο πρωινό. «Θα βάλω κάτι ελαφρύ από πάνω, κατά πού βλέπεις να πηγαίνουμε;» ρωτώ την Ελένη. «Στην Πάνω Πόλη, καιρό έχουμε να πάμε». «Με τα πόδια ε;». «Περασμένα μεγαλεία», μου διαμήνυσε το λοξό ειρωνικό της βλέμμα.
Ταξί βρήκαμε αμέσως, «στην Πάνω Πόλη», λέω στον καλόβολο νεαρό που οδηγούσε. Όταν λέγαμε «Πάνω Πόλη» εννοούσαμε τη Μονή Βλατάδων. Από κει παίρναμε την Δημητρίου Πολιορκητού και κατηφορίζαμε αργά προς τον πολιτισμένο κόσμο των απρόσωπων πολυκατοικιών, απολαμβάνοντας αυτά που από παιδιά μας έλειψαν: καλντερίμια να διασχίζουν φρεσκο-ασβεστωμένα σπιτάκια με ανοιχτά στο φως παραθύρια, από όπου ξεχύνονταν λογής μυρωδιές, προετοιμασία του καλού κυριακάτικου φαγητού, λαϊκά άσματα στη διαπασών και γατάκια σε πρώτο πλάνο να λούζονται ανέμελα και μεγαλόπρεπα. Αναψοκοκκινισμένα παιδιά, ξοπίσω τους σκυλιά, να τρέχουν ανάμεσα σε περικοκλάδες και αγριολούλουδα στα ξέφωτα. «Δεν πάμε κατευθείαν στο Επταπύργιο και κατηφορίζουμε από κει;». Συμφωνήσαμε και ο ταξιτζής πήρε το μήνυμα. Πριν το Βελλείδιο, πήξιμο. «Γιατί έτσι;» «τιμούν τον Νίκο Γκάλη σήμερα», είπα, «μα πάλι;» και έκοψε από την Γ΄Σεπτεμβρίου για να ξεφύγει.
Ένα παρόμοιο πρωινό του ΄85 είχαμε επισκεφθεί το Γεντί-Κουλέ με ποδαράτο δρομολόγιο. Στεγάζονταν ακόμη εκεί οι περιβόητες φυλακές, που η ιστορία τους ξεκίνησε το 1890 και έληξε το 1989 όταν μεταφέρθηκαν στα Διαβατά. Χαμός μπροστά στην είσοδο από λογής κόσμο, ανάμεσα σε μικροπωλητές κάθε είδους, εν αναμονή του επισκεπτηρίου. Θυμήθηκα τότε που δεκάχρονο παιδί, το 1948, με τη μητέρα πήγαμε να επισκεφθούμε τον θείο Λεβιδά, κλεισμένο ισόβια μετά τα Δεκεμβριανά της Αθήνας.
«Τι τον έχει τον κρατούμενο ο μικρός;», ρώτησε ένας κοιλαράς μουστακαλής αρχι-χωροφύλακας, «αν δεν είναι πατέρας ή αδελφός δεν μπορεί να μπει μέσα».
Έμεινα στο Χωροφυλακείο περιμένοντας τη μητέρα, ενώ ο καλοθρεμμένος επικεφαλής διαπληκτίζονταν για παρόμοιους λόγους με τους επισκέπτες που αγωνιούσαν να δουν για λίγο τους δικούς τους.
Την άλλη μέρα ήρθε σπίτι η κλήση από την Εθνική Ασφάλεια. «Τι τον έχετε τον κρατούμενο Λεβιδά;» και άλλα παρόμοια ανακριτικά. Έδωσε εξηγήσεις η μητέρα. «Και γιατί τον επισκεφθήκατε;» «Λίγο σπιτικό φαγητό και γλυκά, πώς να το κάνουμε έχουμε το ίδιο αίμα». «Αυτοί, κυρά μου, πήγαν να πιουν το δικό μας αίμα. Που τους ταϊζουμε πολύ τους είναι. Προσέξτε γιατί όλα αυτά γράφονται». Όχι πως φοβήθηκε αλλά, για να αποφεύγει την ανακριτική διαδικασία, τις επόμενες φορές επισκέπτονταν τον θείο Λεβιδά με μια χριστιανική οργάνωση, οπότε δεν γίνονταν έλεγχος ταυτοτήτων.
Μετά από χρόνια δυο τενεκέδες λάδι από την Καλαμάτα έφτασαν στο σπίτι και το σημείωμα : «Ευδοξία, ευχαριστώ. Δεν ήταν το σπιτικό φαγητό και τα γλυκά, ήταν το πρόσωπό σου, ένα παράθυρο στον έξω κόσμο για μένα. Λεβιδάς».
Κατεβήκαμε από το ταξί. «Κοίταξε, η πόρτα είναι ανοιχτή». Διαβάσαμε στην είσοδο ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού, ο εσωτερικός χώρος ήταν επισκέψιμος. Μόλις δρασκελίσαμε το κατώφλι μάς περόνιασε υγρασία και το φως λιγόστεψε αισθητά. Παρατηρούσαμε τη δομή των τειχών. Παράταιρα υλικά, μάρμαρα ιστορημένα, κολώνες λοξοβαλμένες, ογκώδεις πέτρες, σίδερα, έδιναν την αίσθηση βιαστικής επισκευής ύστερα ίσως από κάποια επιδρομή στο φρούριο. Ανεβήκαμε μια σιδερένια ανεμόσκαλα και βρεθήκαμε στο κεντρικό φυλάκιο που δέσποζε στη μέση. Από κάτω στριμωγμένη μια εκκλησούλα του Αγίου Ελευθερίου, «Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν» η επιγραφή στο υπέρθυρο. Γύρω τρία τριώροφα νεώτερα κτίσματα, οι ανδρικές φυλακές. Γυναικείες και στρατιωτικές σε εξωτερικά κτίσματα. Μπροστά οι χώροι όπου προαυλίζονταν οι κρατούμενοι. Πάνω τους ορθώνονταν δράκοι σωστοί τα πελώρια τείχη κτισμένα τους βυζαντινούς, παλαιολόγειους και μεταβυζαντινούς, χρόνους.
«Βλέπω καλά, έχει χιόνια εκεί στη βάση του τείχους;», ρώτησα την κοπελίτσα που μας έδωσε το ενημερωτικό της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. «Καλά βλέπετε, παρόλο που έχουν περάσει δέκα μέρες από τον χιονιά και όλα στην πόλη έχουν λιώσει, εδώ μένουν γιατί δεν τα φτάνει ο ήλιος».
Κατεβήκαμε πάλι την ανεμόσκαλα και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο μέσα από στενούς και ανήλιαγους διαδρόμους, με σιδερένιες πόρτες δεξιά, αριστερά και μικρά συρταρωτά παράθυρα στο ύψος του ματιού. Άπλωσα το χέρι και αγγίζοντας τις χοντρές σκουριασμένες αμπάρες ένιωσα το ίδιο περόνιασμα όπως όταν μπαίναμε. «Οσμίσου κάθε γωνιάς το δάκρυ και το αίμα καθώς περιδιαβαίνεις τον χώρο αυτόν του μαρτυρίου. Κυριακή 2 Μαρτίου 2003», έγραψα στο βιβλίο επισκεπτών που υπήρχε στο κεφαλόσκαλο.
Πρώτες δημοσιεύσεις:
-«ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ», ένθετο εφημερίδας «Μακεδονία», τεύχος 187, 06.04.2003
-«ΠΑΝΔΩΡΑ», λογοτεχνικό περιοδικό, τεύχος 14/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου