Προσπάθησα να αναρτήσω ένα σχόλιο περί Λαδάδικων, αλλά προφανώς λόγω μεγέθους ο server δεν το δέχθηκε. Θα ξαναπροσπαθήσω μαζεύοντάς το λίγο. Μέχρι τη νέα ανάρτηση, σας βάζω στο πνεύμα περί "σπιτιών" της εποχής με το πιο κάτω διήγημα:
Το σπίτι
Ο λάκκος είχε τρεις γέφυρες. Δυο θολωτές, μια στην οδό Νοσοκομείων, που ήταν η μεγαλύτερη, και μια στη λεωφόρο Στρατού. Η τρίτη, κιβωτιόσχημη ήταν στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Μεταξύ των δύο θολωτών, κάπου στο ύψος της οδού Ιωαννίνων, υπήρχε και μια τέταρτη, πέτρινη θολωτή, που δεν ήταν όμως σε χρήση, επειδή έφθανε μέχρι τη μέση της κοίτης του λάκκου. Προφανώς τα νερά που κατέβαζε ο λάκκος είχαν βρει πιο πρόσφορο για διάβρωση το έδαφος πλάι στη γέφυρα και την παρέκαμψαν. Μόλις κόπαζαν τα καλοκαιρινά μπουρίνια και λιγόστευε το νερό που κατέβαζε ο λάκκος, όλη η τσακαλοπαρέα της γειτονιάς αμολιόμασταν στο λάκκο και, ξεκινώντας από τη γέφυρα της οδού Νοσοκομείων, φτάναμε, περπατώντας κάτω από τις γέφυρες, μέχρι τη θάλασσα. Αρχικός μας σκοπός να ανιχνεύσουμε τι είχε κατεβάσει στο διάβα του το νερό της βροχής και να μαζέψουμε όσα από αυτά θα μας χρειάζονταν στα παιχνίδια μας. Δεύτερος λόγος της διαδρομής, να το ρίξουμε στο ψάρεμα σαν φθάναμε στη θάλασσα, επειδή τα ψάρια τσιμπούσαν μετά τη βροχή, ιδιαίτερα τα κεφαλόπουλα. Οι νάυλον πετονιές δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη. Μοναδικό μας εργαλείο αυτές που ετοιμάζαμε δένοντας κόμπους τις τρίχες από την ουρά του αλόγου του κυρ-Κώστα, του καρβουνιάρη, που πρόθυμα μας έδινε. Για αγκίστρι λυγισμένες καρφίτσες ή μυτερά σύρματα και δόλωμα ψωμοτύρι. Σπάνια είχαμε τη χαρά να πιάσουμε τα έξυπνα κεφαλόπουλα. Αρκούμασταν στις αθερίνες, που πολλές φορές τις γραπώναμε με τα χέρια καθώς ορμούσαν σωρηδόν πάνω στο ψωμοτύρι. Αργά το μεσημέρι, μπαϊλντισμένοι από τον ήλιο και την πείνα, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής, μέσα από την αλάνα της παλιάς ΄Εκθεσης, κάνοντας μακρόσυρτες στάσεις κάτω από τα λιγοστά δέντρα για ανάσα, αναμετρώντας τη λεία τόσο από το λάκκο όσο και από τη θάλασσα.
Η μεγαλύτερη στάση ήταν έξω από τον περίβολο μιας διώροφης μονοκατοικίας απέναντι από την ηλεκτρική εταιρεία, εκεί που σήμερα αρχίζει η νέα παραλιακή λεωφόρος. Σ΄αυτήν στεγάζονταν ένα από τα πιο ακριβά «σπίτια» της πόλης και προσπαθούσαμε να φαντασθούμε τι μπορούσε να συμβαίνει πίσω από τα μόνιμα κλειστά του παραθυρόφυλλα. Σ΄αυτό φρόντιζαν να μας βοηθούν οι μεγαλύτεροι κάνοντάς μας μια πρώτη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση. Πολλές φορές, στο μπαλκόνι του πάνω ορόφου εμφανίζονταν κοπέλες. Άλλες κάπνιζαν και άλλες χτένιζαν τα ολόξανθα μαλλιά τους, απλώνοντάς τα στους ώμους για να τα δει ο ήλιος, με σηκωμένα τα φουστάνια πάνω από τα γόνατα. Η κίνηση από άνδρες στον μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στο «σπίτι», παρά την περασμένη ώρα, ήταν αρκετή. ΄Αλλοι έμπαιναν άνετα και άλλοι με βήμα ταχύ κοιτάζοντας γύρω μην τους πάρει κανένα γνωστό μάτι μέχρι να δρασκελίσουν την πόρτα του «σπιτιού».
«Οι πιο πολλοί πάνε στη Μυρσίνα», μας έλεγε ο Αρμένος, «είναι γύρω στα είκοσι με κοκκινόξανθα μαλλιά και σώμα σαν χορεύτρια. Να σαν αυτές που χαζεύουμε τα βράδια από τα ντουβάρια στο θέατρο της Τούλας Δράκου».
Η Μυρσίνα μας είχε γίνει πραγματικά φαντασίωση με τις διηγήσεις που και τα βράδια δεν σταματούσε να κάνει ο Αρμένος. ΄Ηταν πιο μεγάλος από μας και είχε πλήρη ενημέρωση ίσως από άλλους φίλους του που είχαν την ηλικία και μπορούσαν να επισκέπτονται το «σπίτι».
΄Ένα βράδυ, μετά από μια ατέλειωτη διήγηση του Αρμένου, πετάχτηκε ο Αυταράς.
«Σταμάτα τα ξέρω καλύτερα. Εγώ πήγα στη Μυρσίνα».
΄Ολοι μας τον κοιτάξαμε με δέος. ΄Ηταν γύρω στα δέκα επτά αλλά μεγαλόδειχνε και άνετα τον περνούσες για είκοσι ένα.
«Πήγες ε;», συνέχισε απτόητος ο Αρμένος., «όμως δεν σας είπα το κυριότερο. Η Μυρσίνα από την πολλή δουλειά κουβαλάει μια αρρώστια και όποιος πάει μαζί της την αρπάζει κι αυτός».
«Τι αρρώστια δηλαδή;», τον κοίταξε ανήσυχος ο Αυταράς.
«Να, το πουλί σου αρχίζει να στάζει, να πρήζεται και όταν κατουράς ουρλιάζεις από τους πόνους».
«Και την κολλάς αμέσως με την πρώτη φορά;», συνέχισε ανήσυχος ο Αυταράς.
«Μπορεί και με την πρώτη, αν αμέσως μετά δεν βάλεις κάποιο φάρμακο για να προλάβει το κακό».
«Δηλαδή;».
«Πότε πήγες εσύ;».
«Χθες μεσημέρι σαν γυρίσαμε από το ψάρεμα εγώ ξανακατηφόρισα και χώθηκα στο “σπίτι”. Τη γνώρισα αμέσως από αυτά που μας είχες πει. ΄Ηταν πολύ όμορφη και καθαρή».
«Αυτή η βρoμιά δεν φαίνεται είναι από μέσα».
«Προλαβαίνω να κάνω κάτι τώρα;».
«Σε τσούζει, σε πονάει;».
Ο Αυταράς έφερε το ένα χέρι ανάμεσα στα σκέλια.
«΄Όχι τίποτα».
«Αυτό είναι καλό».
«Προλαβαίνω;».
«Κάτι μπορεί να γίνει. ΄Εχετε οινόπνευμα στο σπίτι; Πάρε το μπουκάλι, άνοιξε το πουλί σου και χύσε μπόλικο, θα τα διώξει όλα».
Βολίδα ο Αυταράς χώθηκε στο σπίτι του απέναντι και σε λίγο εμφανίστηκε με το μπουκάλι στο χέρι. Κάθισε παράμερα στο ρείθρο του πεζοδρομίου και άρχισε να ψαχουλεύει με το ένα χέρι τα σκέλια του, ενώ με το άλλο κρατούσε ανοιχτό το μπουκάλι με το οινόπνευμα. Μετά χάσαμε τη συνέχεια, γιατί τα ουρλιαχτά του Αυταρά ξεσήκωσαν τον τόπο. Κρατώντας με το ένα χέρι τα σκέλια και με το άλλο ακόμη το μπουκάλι έτρεχε από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, ανεβοκατέβαινε σκαλοπάτια, διπλωνόταν στα δύο μέχρι που πλάκωσαν όλοι οι γείτονες νομίζοντας ότι έγινε κάποιο φονικό, ώρα που ήταν έντεκα το βράδυ, και εξαφανίστηκε μέσα στο λάκκο και τα ουρλιαχτά του χάθηκαν.
Ο Αρμένος έκανε μέρες να φανεί στην παρέα. Ο Αυταράς έρχονταν αλλά μόνιμα με το ένα χέρι ψαχούλευε τα σκέλια του. Καλού κακού δεν πηγαίναμε και πολύ κοντά του για το φόβο των Ιουδαίων. Η καραντίνα κράτησε κανένα μήνα, γιατί, όπως διαπιστώσαμε από τη διάθεση του Αυταρά, που δεν ήταν τύπος υπομονετικός στις αρρώστιες και θα το’δειχνε, η αρρώστια δεν εκδηλώθηκε. Φαίνεται πως ή η Μυρσίνα ήταν εντάξει και η όλη ιστορία του Αρμένου ήταν από ζήλια, ή το ράντισμα με οινόπνευμα του πιο τρυφερού σημείου του Αυταρά έκανε κάποια δουλειά. Πάντως, μετά το γεγονός η Μυρσίνα έπαψε να έχει πρώτο ενδιαφέρον στις βραδινές μας ατέλειωτες συζητήσεις στα σκαλιά των σπιτιών στην οδό Περδίκα δίπλα στο λάκκο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Καλημέρα!
Βρε το ζηλιάρη τι έκανε στο παιδί!
Απομυθοποίησε τη ξεχωριστή Μυρσίνα...
Φιλιά, καλή βδομάδα!
Ναι, αλλά μπορεί κάτι να έκανε και το οινόπνευμα. Για την ιστορία, ο Αυταράς "έφυγε" πριν από χρόνια, τον Αρμένο τον συναντώ τακτικά στους δρόμους της γειτονιάς.
Καλημέρα και καλή εβδομάδα Όλγα-Ουρανία.
Δημοσίευση σχολίου